κακαγόρος

κακαγόρος
κακᾱγόρος, [full] κακᾱγορία, [dialect] Dor. for κακηγ-, Pi.O.1.53, P.2.53.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακαγόρος — κακαγόρος, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. κακηγόρος …   Dictionary of Greek

  • κακηγόρος — και δωρ. τ. κακαγόρος, ον (Α) αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ηγορος (< ἀγορά / ἀγορεύω), πρβλ. ψευδ ηγόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”